πατσάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πατσάς | οι | πατσάδες |
| γενική | του | πατσά | των | πατσάδων |
| αιτιατική | τον | πατσά | τους | πατσάδες |
| κλητική | πατσά | πατσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈt͡sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τσάς
Ουσιαστικό
πατσάς αρσενικό
- (γαστρονομία) το στομάχι και τα πόδια
- αρνίσιος πατσάς
- μοσχαρίσιος πατσάς
- χοιρινός πατσάς
- (συνεκδοχικά) χειμωνιάτικη σούπα που παρασκευάζεται με τα παραπάνω υλικά με ευεργετικές ιδιότητες για το στομάχι (θεωρείται ιδανικό φαγητό κατόπιν έντονης οινοποσίας). Έχει έντονη μυρωδιά και σερβίρεται με λεμόνι ή σκορδοστούμπι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πατσάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
