sopa
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
sopa
(es)
θηλυκό
η
σούπα
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
sopa
(ca)
η
σούπα
Οξιτανικά
(oc)
Ουσιαστικό
sopa
(oc)
θηλυκό
η
σούπα
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
sopa
sopas
sopa
(pt)
θηλυκό
η
σούπα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.