φιδές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιδές οι φιδέδες
      γενική του φιδέ των φιδέδων
    αιτιατική τον φιδέ τους φιδέδες
     κλητική φιδέ φιδέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αμαγείρευτος φιδές σε πιάτο.

Ετυμολογία

φιδές < από την ιταλική fidê ή την ισπανική fideo (ζυμαρικά)

Ουσιαστικό

φιδές αρσενικό

  • πολύ λεπτό ζυμαρικό, σαν νήματα, που συνήθως χρησιμοποιείται για παρασκευή σούπας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.