βελουτέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βελουτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική velouté < velut < λατινική villutus < villus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wĺ̥h₁neh₂ (“μαλλί”)

Επίθετο

βελουτέ άκλιτο

  1. που έχει βελούδινη υφή και απαλότητα
  2. (γαστρονομία) χαρακτηρισμός οποιασδήποτε "δεμένης" σάλτσας, ή σούπας που έχει ελαφρά κρεμώδη βελούδινη γεύση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.