σκιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

σκιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sciˈa.zo/ (ως τρισύλλαβο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκιάζω

Ρήμα

σκιάζω, πρτ.: σκίαζα, αόρ.: σκίασα, παθ.φωνή: σκιάζομαι, π.αόρ.: σκιάστηκα, μτχ.π.π.: σκιασμένος

  1. κάνω σκιά πάνω σε κάτι, π.χ. χρησιμοποιώντας ένα αντικείμενο σαν την ομπρέλα.
    Περίμενε να σκιάσω μια γωνιά στη βεράντα για να κάτσουμε χωρίς να μας χτυπάει ο ήλιος.
  2. (μεταφορικά) επισκιάζω
    Το όνομα του πατέρα του τον σκιάζει ό,τι και να κάνει.
    Το ατύχημα σκίασε την εορταστική ημέρα.
  3. δημιουργώ σκιές σε μια εικόνα, σε ένα σκίτσο, σε ένα πίνακα ζωγραφικής, ένα σχέδιο
    Πρέπει να σκιάζεις με αγάπη το έργο σου, γιατί η σκια είναι σκοτεινή, όμως όταν ζωγραφίζεις εκείνη είναι που αναδεικνύει το φως.
  4. σκουραίνω με γραμμοσκίαση διάφορα σημεία σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο ή σε μια άσκηση γεωμετρίας για να ξεχωρίσουν από το υπόλοιπο, χωρίς απαραιτήτως να υποδηλώνεται σκιά
    Σκιάστε το τμήμα που αναλογεί στο εμβαδόν που υπολογίσατε.

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ίσκιος και σκιά

Κλίση

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

σκιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκιάζω (τρομάζω) < αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsca.zo/ (με συνίζηση ως δισύλλαβο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκιάζω

Ρήμα

σκιάζω, πρτ.: έσκιαζα, αόρ.: έσκιαξα, παθ.φωνή: σκιάζομαι, π.αόρ.: σκιάχτηκα, μτχ.π.π.: σκιαγμένος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκιά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σκιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκιάζω (κάνω σκιά)

Ρήμα 1

σκιάζω, παθητική φωνή: σκιάζομαι

  1. κάνω σκιά, ρίχνω σκιά, σκιάζω
    άλλες μορφές: ἰσκιάζω, ἠσκιάζω
  2. επισκιάζω, εμποδίζω
  3. σχεδιάζω με φωτοσκιάσεις
  4. στην παθητική φωνή
    1. βρίσκομαι σε σκιερό μέρος
    2. είμαι σκοτεινός

Ρηματικοί τύποι

  • ἐσκίαζε, ἔσκιαζεν (παρατατικός)
  • θέλει σὲ σκιάσομεν (μέλλοντας)
  • νὰ σκιάσουσιν
  • σκιάστηκα (παθητικός αόριστος)

μετοχές:

  • ἠσκιασμένον
  • σκιαζομένη
  • σκιάζον

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκιά

Ρήμα 2

σκιάζω, παθητική φωνή: σκιάζομαι

Ρηματικοί τύποι

  • ἔσκιαζε (παρατατικός)
  • ἔσκιαξε (αόριστος)
  • ἐσκιάχτη, ἐσκιάχτητε, ἐσκιάστησαν, ἐσκιάσθηκαν, ἐσκιάχθησαν, σκιάστηκαν (παθητικός αόριστος)
  • σκιαχτεῖ

Συγγενικά

  • σκιαστάρης (δειλός)
  • σκιαστάρικος

 και δείτε τη λέξη σκιά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκιάζω < σκι(ά) + -άζω

Ρήμα

σκῐάζω

  1. ρίχνω σκιά
  2. (γενικότερα) επικαλύπτω, κρύβω
  3. (ελληνιστική σημασία) μεσοπαθητική φωνή σκιάζομαι: στη ζωγραφική, χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σκιά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.