ανίσκιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανίσκιος η ανίσκια το ανίσκιο
      γενική του ανίσκιου της ανίσκιας του ανίσκιου
    αιτιατική τον ανίσκιο την ανίσκια το ανίσκιο
     κλητική ανίσκιε ανίσκια ανίσκιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανίσκιοι οι ανίσκιες τα ανίσκια
      γενική των ανίσκιων των ανίσκιων των ανίσκιων
    αιτιατική τους ανίσκιους τις ανίσκιες τα ανίσκια
     κλητική ανίσκιοι ανίσκιες ανίσκια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανίσκιος < αν- στερητικό + ίσκι(ος) (ουσιαστικό) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈni.sços/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανίσκιος

Επίθετο

ανίσκιος, -α, -ο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σκιά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.