σκίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκίαση οι σκιάσεις
      γενική της σκίασης* των σκιάσεων
    αιτιατική τη σκίαση τις σκιάσεις
     κλητική σκίαση σκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκίαση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σκίασις < (σκιάζω) σκια- + -ση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsci.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκίαση

Ουσιαστικό

σκίαση θηλυκό

  • η πράξη ή το αποτέλεσμα του σκιάζω, η διαδικασία δημιουργίας σκιάς

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.