σκίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκίαση | οι | σκιάσεις |
| γενική | της | σκίασης* | των | σκιάσεων |
| αιτιατική | τη | σκίαση | τις | σκιάσεις |
| κλητική | σκίαση | σκιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκίαση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σκίασις < (σκιάζω) σκια- + -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsci.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκί‐α‐ση
Μεταφράσεις
σκίαση
|
|
Αναφορές
- σκίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.