σκιαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκιαγμένος | η | σκιαγμένη | το | σκιαγμένο |
| γενική | του | σκιαγμένου | της | σκιαγμένης | του | σκιαγμένου |
| αιτιατική | τον | σκιαγμένο | τη | σκιαγμένη | το | σκιαγμένο |
| κλητική | σκιαγμένε | σκιαγμένη | σκιαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκιαγμένοι | οι | σκιαγμένες | τα | σκιαγμένα |
| γενική | των | σκιαγμένων | των | σκιαγμένων | των | σκιαγμένων |
| αιτιατική | τους | σκιαγμένους | τις | σκιαγμένες | τα | σκιαγμένα |
| κλητική | σκιαγμένοι | σκιαγμένες | σκιαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
σκιαγμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκιάζω 2 (σημασία: φοβίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /scaɣˈme.nos/
Μετοχή
- που τον έχουν σκιάξει.
- Ο Κώστας σήμερα γύρισε απ' το σχολείο του φοβερά σκιαγμένος επειδή ένας συμμαθητής του του είπε: "Κώστα, καπνίζεις. Σ' έχω δει να το κάνεις άπειρες φορές".
Συνώνυμα
- σκιασμένος (μετοχή του σκιάζω με προφορά τρισύλλαβου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.