τρομάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρομάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρομάζω < ελληνιστική κοινή τρομάσσω με βάση το συνοπτικό θέμα τρομαξ-, όπως o αόριστος ετρόμαξα κατά το σχήμα τινάσσω τινάζω-τίναξα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾoˈma.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐μά‐ζω
Ρήμα
τρομάζω, αόρ.: τρόμαξα, μτχ.π.π.: τρομαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) καταλαμβάνομαι από τρόμο, φοβάμαι
- ↪ Τρομάζω, όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβεί κάτι κακό
- (μεταβατικό) προκαλώ τρόμο σε κάποιον, φοβίζω
- ↪ Με τρόμαξε η συμπεριφορά σου!
- → δείτε και τη λέξη τρομοκρατώ
- (+ να) δυσκολεύομαι, κάνω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι
- ↪ Τρόμαξε να τα καταφέρει.
Συνώνυμα
|
για τη σημασία του τρόμου μερική συνωνυμία: περιφραστικά
|
για τη σημασία δυσκολεύομαι
→ και δείτε τη λέξη δυσκολεύω |
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρομάζω | τρόμαζα | θα τρομάζω | να τρομάζω | τρομάζοντας | |
| β' ενικ. | τρομάζεις | τρόμαζες | θα τρομάζεις | να τρομάζεις | τρόμαζε | |
| γ' ενικ. | τρομάζει | τρόμαζε | θα τρομάζει | να τρομάζει | ||
| α' πληθ. | τρομάζουμε | τρομάζαμε | θα τρομάζουμε | να τρομάζουμε | ||
| β' πληθ. | τρομάζετε | τρομάζατε | θα τρομάζετε | να τρομάζετε | τρομάζετε | |
| γ' πληθ. | τρομάζουν(ε) | τρόμαζαν τρομάζαν(ε) |
θα τρομάζουν(ε) | να τρομάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τρόμαξα | θα τρομάξω | να τρομάξω | τρομάξει | ||
| β' ενικ. | τρόμαξες | θα τρομάξεις | να τρομάξεις | τρόμαξε | ||
| γ' ενικ. | τρόμαξε | θα τρομάξει | να τρομάξει | |||
| α' πληθ. | τρομάξαμε | θα τρομάξουμε | να τρομάξουμε | |||
| β' πληθ. | τρομάξατε | θα τρομάξετε | να τρομάξετε | τρομάξτε | ||
| γ' πληθ. | τρόμαξαν τρομάξαν(ε) |
θα τρομάξουν(ε) | να τρομάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τρομάξει | είχα τρομάξει | θα έχω τρομάξει | να έχω τρομάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις τρομάξει | είχες τρομάξει | θα έχεις τρομάξει | να έχεις τρομάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει τρομάξει | είχε τρομάξει | θα έχει τρομάξει | να έχει τρομάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρομάξει | είχαμε τρομάξει | θα έχουμε τρομάξει | να έχουμε τρομάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε τρομάξει | είχατε τρομάξει | θα έχετε τρομάξει | να έχετε τρομάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρομάξει | είχαν τρομάξει | θα έχουν τρομάξει | να έχουν τρομάξει |
| |
Μεταφράσεις
αμετάβατο
Αναφορές
- s.v. τρόμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τρομάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρομάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.