σκιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκιάζω

Ρήμα

σκιάζομαι, πρτ.: σκιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα σκιαστώ, αόρ.: σκιάστηκα

  1. σκεπάζομαι από μια σκιά

Κλίση

Ρήμα

σκιάζομαι, πρτ.: σκιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα σκιαχτώ, αόρ.: σκιάχτηκα

  1. (λαϊκότροπο) φοβάμαι
    Σκιάζομαι μην την αβασκάνεις. (Αγέλαστη Άνοιξη Μενέλαου Λουντέμη)

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.