επισκιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισκιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκιάζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική overshadow).[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + σκιάζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.sciˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισκιάζω

Ρήμα

επισκιάζω, αόρ.: επισκίασα, παθ.φωνή: επισκιάζομαι, π.αόρ.: επισκιάστηκα, μτχ.π.π.: επισκιασμένος

  • αφήνω κάτι ή κάποιον σε δεύτερη θέση, κερδίζω τις εντυπώσεις ή υπερτερώ τόσο, ώστε να φαίνεται κάτι άλλο ασήμαντο σε σχέση με μένα
      [με παρωχημένο τύπο αορίστου επεσκίασα Mια νέα, τεράστια έκρηξη, στο κέντρο της Bαγδάτης, επεσκίασε τον σχηματισμό 25μελούς μεταβατικής κυβέρνησης. (εφημερίδα Καθημερινή, 3 Σεπτεμβρίου 2003)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκιά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. επισκιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επισκιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.