γεωμετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γεωμετρία | οι | γεωμετρίες |
| γενική | της | γεωμετρίας | των | γεωμετριών |
| αιτιατική | τη | γεωμετρία | τις | γεωμετρίες |
| κλητική | γεωμετρία | γεωμετρίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό
γεωμετρία θηλυκό
- (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που μελετά τα σχήματα, τα μεγέθη τους, τη σχετική θέση τους και τις ιδιότητες του χώρου
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- Κατηγορία:Γεωμετρία στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Γεωμετρία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
γεωμετρία στη Βικιπαίδεια

-
γεωμετρία στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
γεωμετρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.