υποδηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποδηλώνω < αρχαία ελληνική ὑποδηλόω / ὑποδηλῶ < ὑπο- + δηλόω / δηλῶ
Ρήμα
υποδηλώνω (παθητική φωνή: υποδηλώνομαι)
- δηλώνω έμμεσα ή συγκαλυμμένα
- δηλώνω ένα ποσό ή μια μέτρηση κάτω από το κανονικό
Αντώνυμα
- υπερδηλώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποδηλώνω | υποδήλωνα | θα υποδηλώνω | να υποδηλώνω | υποδηλώνοντας | |
| β' ενικ. | υποδηλώνεις | υποδήλωνες | θα υποδηλώνεις | να υποδηλώνεις | υποδήλωνε | |
| γ' ενικ. | υποδηλώνει | υποδήλωνε | θα υποδηλώνει | να υποδηλώνει | ||
| α' πληθ. | υποδηλώνουμε | υποδηλώναμε | θα υποδηλώνουμε | να υποδηλώνουμε | ||
| β' πληθ. | υποδηλώνετε | υποδηλώνατε | θα υποδηλώνετε | να υποδηλώνετε | υποδηλώνετε | |
| γ' πληθ. | υποδηλώνουν(ε) | υποδήλωναν υποδηλώναν(ε) |
θα υποδηλώνουν(ε) | να υποδηλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποδήλωσα | θα υποδηλώσω | να υποδηλώσω | υποδηλώσει | ||
| β' ενικ. | υποδήλωσες | θα υποδηλώσεις | να υποδηλώσεις | υποδήλωσε | ||
| γ' ενικ. | υποδήλωσε | θα υποδηλώσει | να υποδηλώσει | |||
| α' πληθ. | υποδηλώσαμε | θα υποδηλώσουμε | να υποδηλώσουμε | |||
| β' πληθ. | υποδηλώσατε | θα υποδηλώσετε | να υποδηλώσετε | υποδηλώστε | ||
| γ' πληθ. | υποδήλωσαν υποδηλώσαν(ε) |
θα υποδηλώσουν(ε) | να υποδηλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποδηλώσει | είχα υποδηλώσει | θα έχω υποδηλώσει | να έχω υποδηλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποδηλώσει | είχες υποδηλώσει | θα έχεις υποδηλώσει | να έχεις υποδηλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποδηλώσει | είχε υποδηλώσει | θα έχει υποδηλώσει | να έχει υποδηλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποδηλώσει | είχαμε υποδηλώσει | θα έχουμε υποδηλώσει | να έχουμε υποδηλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποδηλώσει | είχατε υποδηλώσει | θα έχετε υποδηλώσει | να έχετε υποδηλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποδηλώσει | είχαν υποδηλώσει | θα έχουν υποδηλώσει | να έχουν υποδηλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.