υποδηλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποδηλώνω < αρχαία ελληνική ὑποδηλόω / ὑποδηλῶ < ὑπο- + δηλόω / δηλῶ

Ρήμα

υποδηλώνω (παθητική φωνή: υποδηλώνομαι)

  1. δηλώνω έμμεσα ή συγκαλυμμένα
  2. δηλώνω ένα ποσό ή μια μέτρηση κάτω από το κανονικό

Συγγενικά

Αντώνυμα

  • υπερδηλώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.