ισκιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισκιώνω < ίσκι(ος) + -ώνω < αρχαία ελληνική σκιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈsco.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σκιώ‐νω
- παρώνυμο: ισιώνω
Ρήμα
ισκιώνω, στ.μέλλ.: θα ισκιώσω, αόρ.: ίσκιωσα, μτχ.π.π.: ισκιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισκιώνω | ίσκιωνα | θα ισκιώνω | να ισκιώνω | ισκιώνοντας | |
| β' ενικ. | ισκιώνεις | ίσκιωνες | θα ισκιώνεις | να ισκιώνεις | ίσκιωνε | |
| γ' ενικ. | ισκιώνει | ίσκιωνε | θα ισκιώνει | να ισκιώνει | ||
| α' πληθ. | ισκιώνουμε | ισκιώναμε | θα ισκιώνουμε | να ισκιώνουμε | ||
| β' πληθ. | ισκιώνετε | ισκιώνατε | θα ισκιώνετε | να ισκιώνετε | ισκιώνετε | |
| γ' πληθ. | ισκιώνουν(ε) | ίσκιωναν ισκιώναν(ε) |
θα ισκιώνουν(ε) | να ισκιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ίσκιωσα | θα ισκιώσω | να ισκιώσω | ισκιώσει | ||
| β' ενικ. | ίσκιωσες | θα ισκιώσεις | να ισκιώσεις | ίσκιωσε | ||
| γ' ενικ. | ίσκιωσε | θα ισκιώσει | να ισκιώσει | |||
| α' πληθ. | ισκιώσαμε | θα ισκιώσουμε | να ισκιώσουμε | |||
| β' πληθ. | ισκιώσατε | θα ισκιώσετε | να ισκιώσετε | ισκιώστε | ||
| γ' πληθ. | ίσκιωσαν ισκιώσαν(ε) |
θα ισκιώσουν(ε) | να ισκιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισκιώσει | είχα ισκιώσει | θα έχω ισκιώσει | να έχω ισκιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισκιώσει | είχες ισκιώσει | θα έχεις ισκιώσει | να έχεις ισκιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισκιώσει | είχε ισκιώσει | θα έχει ισκιώσει | να έχει ισκιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισκιώσει | είχαμε ισκιώσει | θα έχουμε ισκιώσει | να έχουμε ισκιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισκιώσει | είχατε ισκιώσει | θα έχετε ισκιώσει | να έχετε ισκιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισκιώσει | είχαν ισκιώσει | θα έχουν ισκιώσει | να έχουν ισκιώσει |
| |
Μεταφράσεις
ισκιώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.