ισκιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισκιώνω < ίσκι(ος) + -ώνω < αρχαία ελληνική σκιά

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈsco.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισκιώνω
παρώνυμο: ισιώνω

Ρήμα

ισκιώνω, στ.μέλλ.: θα ισκιώσω, αόρ.: ίσκιωσα, μτχ.π.π.: ισκιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.