σκίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίασμα τα σκιάσματα
      γενική του σκιάσματος των σκιασμάτων
    αιτιατική το σκίασμα τα σκιάσματα
     κλητική σκίασμα σκιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκίασμα < ελληνιστική κοινή σκίασμα < αρχαία ελληνική σκιάζω < σκιά

Ουσιαστικό

σκίασμα ουδέτερο

  1. η δημιουργία σκιάς
  2. (ζωγραφική) σκιαγράφηση, απόδοση σκιάς
  3. (ζωγραφική) σκιαγράφημα, σκίτσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.