απόσκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόσκιος | η | απόσκια | το | απόσκιο |
| γενική | του | απόσκιου | της | απόσκιας | του | απόσκιου |
| αιτιατική | τον | απόσκιο | την | απόσκια | το | απόσκιο |
| κλητική | απόσκιε | απόσκια | απόσκιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόσκιοι | οι | απόσκιες | τα | απόσκια |
| γενική | των | απόσκιων | των | απόσκιων | των | απόσκιων |
| αιτιατική | τους | απόσκιους | τις | απόσκιες | τα | απόσκια |
| κλητική | απόσκιοι | απόσκιες | απόσκια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.scos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐σκιος
Επίθετο
απόσκιος, -α, -ο
- (λαϊκότροπο) σκιερός
- ≈ συνώνυμα: αποσκιερός, αποσκιαδερός
- (ουσιαστικοποιημένο λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη απόσκιο: σκιερό μέρος
Συγγενικά
- αποσκιά
- αποσκιάδα (ιδιωματικό)
- αποσκιαδερός
- αποσκιάζω
- αποσκιερός
- απόσκιο (ουδέτερο)
- αποσκιούρα
→ και δείτε τη λέξη σκιά
Μεταφράσεις
απόσκιος
|
Πηγές
- απόσκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόσκιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απόσκιος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.