ίσκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ίσκιος | οι | ίσκιοι |
| γενική | του | ίσκιου | των | ίσκιων |
| αιτιατική | τον | ίσκιο | τους | ίσκιους |
| κλητική | ίσκιε | ίσκιοι | ||
| Προφέρεται με συνίζηση (σαν παροξύτονο) ενώ γράφεται σαν προπαροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ίσκιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἥσκιος < αρχαία ελληνική σκιά (παραβάλετε με το αρχαία ελληνική ἰσκιερός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.scos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σκιος
- παρώνυμο: ίσιος
Ουσιαστικό
ίσκιος αρσενικό
- η σκιά
- ※ Κι ο ίσκιος πάλι φάνηκε επάνω στα λιθάρια. (Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858), Η πέρδικα) (@books.google:Δείτε την παραπομπή και σε τυπωμένο βιβλίο του 19ου αιώνα για τη χρήση της γραφής με -ι-: ίσκιος])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ίσκιος
|
→ δείτε τη λέξη σκιά |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- ίσκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ίσκιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.