φωτοσκίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοσκίαση οι φωτοσκιάσεις
      γενική της φωτοσκίασης* των φωτοσκιάσεων
    αιτιατική τη φωτοσκίαση τις φωτοσκιάσεις
     κλητική φωτοσκίαση φωτοσκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοσκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοσκίαση < φωτοσκιάζω + -ση

Ουσιαστικό

φωτοσκίαση θηλυκό

  1. η χρήση διαβαθμισμένων χρωμάτων -ή τόνων του γκρίζου στα ασπρόμαυρα σχέδια- για την ανάδειξη φωτεινών και σκιερών περιοχών (στη ζωγραφική, στη δημιουργία χαρτών κ.α.)
  2. η τεχνική της ανάδειξης ενός έργου από το συνδυασμό φωτός και σκιάς (π.χ. στη φωτογραφία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.