σκευοφυλάκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκευοφυλάκιο | τα | σκευοφυλάκια |
| γενική | του | σκευοφυλακίου & σκευοφυλάκιου |
των | σκευοφυλακίων |
| αιτιατική | το | σκευοφυλάκιο | τα | σκευοφυλάκια |
| κλητική | σκευοφυλάκιο | σκευοφυλάκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκευοφυλάκιο < μεσαιωνική ελληνική σκευοφυλάκιον[1] / σκευοφυλακεῖον[1] < ελληνιστική κοινή σκευοφυλάκιον[2] < αρχαία ελληνική σκεῦος + φυλάττω
Ουσιαστικό
σκευοφυλάκιο ουδέτερο
Συγγενικά
- σκευοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις σκεύος και φυλάττω
Πηγές
- σκευοφυλάκιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σκευοφυλάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκευοφυλάκιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
σκευοφυλάκιο
- σκευοφυλακεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σκευοφυλάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.