σκευοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκευοφόρος οι σκευοφόροι (σκευοφόρες)
      γενική της σκευοφόρου των σκευοφόρων
    αιτιατική τη σκευοφόρο τις σκευοφόρους (σκευοφόρες)
     κλητική σκευοφόρε (σκευοφόρο) σκευοφόροι (σκευοφόρες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκευοφόρος < αρχαία ελληνική σκευοφόρος

Ουσιαστικό

σκευοφόρος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.