σκευοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκευοφύλακας οι σκευοφύλακες
      γενική του σκευοφύλακα των σκευοφυλάκων
    αιτιατική τον σκευοφύλακα τους σκευοφύλακες
     κλητική σκευοφύλακα σκευοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκευοφύλακας < ελληνιστική κοινή σκευοφύλαξ < αρχαία ελληνική σκεῦος + φύλαξ (< φυλάσσω)

Ουσιαστικό

σκευοφύλακας αρσενικό

Συνώνυμα

  • ιεροφύλακας
  • κειμηλιάρχης
  • κειμηλιοφύλακας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.