συσκευάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συσκευάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συσκευάζω (ετοιμάζω αποσκευές) <συ- + σκευάζω  και δείτε τη λέξη σκεῦος

Προφορά

ΔΦΑ : /si.sceˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συσκευάζω

Ρήμα

συσκευάζω, πρτ.: συσκεύαζα, στ.μέλλ.: θα συσκευάσω, αόρ.: συσκεύασα, παθ.φωνή: συσκευάζομαι, π.αόρ.: συσκευάστηκα, μτχ.π.π.: συσκευασμένος

  1. τοποθετώ με τάξη αντικείμενα μέσα σε κιβώτιο, κουτί, φάκελο κλπ ή τα τυλίγω με χαρτί ή άλλο παρόμοιο υλικό και στη συνέχεια ασφαλίζω το δέμα πριν το μεταφέρω ή το στείλω ταχυδρομικώς κάπου
     συνώνυμα: αμπαλάρω, πακετάρω
  2. τοποθετώ ένα προϊόν μέσα σε τυποποιημένο δοχείο ή άλλο περίβλημα, ώστε να το διαθέσω στην αγορά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συσκευή και σκεύος

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συσκευάζω < συ- + σκευάζω και δείτε τη λέξη σκεῦος

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.