συσκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσκευάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συσκευάζω (ετοιμάζω αποσκευές) <συ- + σκευάζω → και δείτε τη λέξη σκεῦος
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.sceˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σκευ‐ά‐ζω
Ρήμα
συσκευάζω, πρτ.: συσκεύαζα, στ.μέλλ.: θα συσκευάσω, αόρ.: συσκεύασα, παθ.φωνή: συσκευάζομαι, π.αόρ.: συσκευάστηκα, μτχ.π.π.: συσκευασμένος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποσυσκευάζω, αποσυσκευάζομαι
- αποσυσκευασία
- αποσυσκευασμένος
- ασυσκεύαστος
- καλοσυσκευασμένος
- συσκεύασμα
- συσκευασμός
- συσκευασία
- συσκευασμένος
- συσκευαστήριο
- συσκευαστής, συσκευάστρια
- συσκευαστικός
- χαρτοσυσκευασία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσκευάζω | συσκεύαζα | θα συσκευάζω | να συσκευάζω | συσκευάζοντας | |
| β' ενικ. | συσκευάζεις | συσκεύαζες | θα συσκευάζεις | να συσκευάζεις | συσκεύαζε | |
| γ' ενικ. | συσκευάζει | συσκεύαζε | θα συσκευάζει | να συσκευάζει | ||
| α' πληθ. | συσκευάζουμε | συσκευάζαμε | θα συσκευάζουμε | να συσκευάζουμε | ||
| β' πληθ. | συσκευάζετε | συσκευάζατε | θα συσκευάζετε | να συσκευάζετε | συσκευάζετε | |
| γ' πληθ. | συσκευάζουν(ε) | συσκεύαζαν συσκευάζαν(ε) |
θα συσκευάζουν(ε) | να συσκευάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συσκεύασα | θα συσκευάσω | να συσκευάσω | συσκευάσει | ||
| β' ενικ. | συσκεύασες | θα συσκευάσεις | να συσκευάσεις | συσκεύασε | ||
| γ' ενικ. | συσκεύασε | θα συσκευάσει | να συσκευάσει | |||
| α' πληθ. | συσκευάσαμε | θα συσκευάσουμε | να συσκευάσουμε | |||
| β' πληθ. | συσκευάσατε | θα συσκευάσετε | να συσκευάσετε | συσκευάστε | ||
| γ' πληθ. | συσκεύασαν συσκευάσαν(ε) |
θα συσκευάσουν(ε) | να συσκευάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συσκευάσει | είχα συσκευάσει | θα έχω συσκευάσει | να έχω συσκευάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συσκευάσει | είχες συσκευάσει | θα έχεις συσκευάσει | να έχεις συσκευάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συσκευάσει | είχε συσκευάσει | θα έχει συσκευάσει | να έχει συσκευάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσκευάσει | είχαμε συσκευάσει | θα έχουμε συσκευάσει | να έχουμε συσκευάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συσκευάσει | είχατε συσκευάσει | θα έχετε συσκευάσει | να έχετε συσκευάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσκευάσει | είχαν συσκευάσει | θα έχουν συσκευάσει | να έχουν συσκευάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσκευάζομαι | συσκευαζόμουν(α) | θα συσκευάζομαι | να συσκευάζομαι | ||
| β' ενικ. | συσκευάζεσαι | συσκευαζόσουν(α) | θα συσκευάζεσαι | να συσκευάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συσκευάζεται | συσκευαζόταν(ε) | θα συσκευάζεται | να συσκευάζεται | ||
| α' πληθ. | συσκευαζόμαστε | συσκευαζόμαστε συσκευαζόμασταν |
θα συσκευαζόμαστε | να συσκευαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συσκευάζεστε | συσκευαζόσαστε συσκευαζόσασταν |
θα συσκευάζεστε | να συσκευάζεστε | (συσκευάζεστε) | |
| γ' πληθ. | συσκευάζονται | συσκευάζονταν συσκευαζόντουσαν |
θα συσκευάζονται | να συσκευάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συσκευάστηκα | θα συσκευαστώ | να συσκευαστώ | συσκευαστεί | ||
| β' ενικ. | συσκευάστηκες | θα συσκευαστείς | να συσκευαστείς | συσκευάσου | ||
| γ' ενικ. | συσκευάστηκε | θα συσκευαστεί | να συσκευαστεί | |||
| α' πληθ. | συσκευαστήκαμε | θα συσκευαστούμε | να συσκευαστούμε | |||
| β' πληθ. | συσκευαστήκατε | θα συσκευαστείτε | να συσκευαστείτε | συσκευαστείτε | ||
| γ' πληθ. | συσκευάστηκαν συσκευαστήκαν(ε) |
θα συσκευαστούν(ε) | να συσκευαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συσκευαστεί | είχα συσκευαστεί | θα έχω συσκευαστεί | να έχω συσκευαστεί | συσκευασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συσκευαστεί | είχες συσκευαστεί | θα έχεις συσκευαστεί | να έχεις συσκευαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συσκευαστεί | είχε συσκευαστεί | θα έχει συσκευαστεί | να έχει συσκευαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσκευαστεί | είχαμε συσκευαστεί | θα έχουμε συσκευαστεί | να έχουμε συσκευαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συσκευαστεί | είχατε συσκευαστεί | θα έχετε συσκευαστεί | να έχετε συσκευαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσκευαστεί | είχαν συσκευαστεί | θα έχουν συσκευαστεί | να έχουν συσκευαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συσκευασμένος - είμαστε, είστε, είναι συσκευασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συσκευασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συσκευασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συσκευασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συσκευασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συσκευασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συσκευασμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- συσκευάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συσκευάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.