αποσκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσκευή οι αποσκευές
      γενική της αποσκευής των αποσκευών
    αιτιατική την αποσκευή τις αποσκευές
     κλητική αποσκευή αποσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποσκευή. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + σκευή.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποσκευή

Ουσιαστικό

αποσκευή θηλυκό

  1. οποιοδήποτε αντικείμενο (τσάντα, βαλίτσα, κούτα κλπ) περιέχει άλλα αντικείμενα που μεταφέρουμε κατά τις μετακινήσεις μας
  2. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) τα προσόντα, τα εφόδια κάποιου
    Γύρισε από τη Γαλλία, έχοντας στις αποσκευές της ένα διδακτορικό δίπλωμα και πολυετή εμπειρία στη δουλειά της.
  3.  και δείτε τον πληθυντικό αποσκευές

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • μικροαποσκευή
  • χειραποσκευή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.