αποσκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσκευή | οι | αποσκευές |
| γενική | της | αποσκευής | των | αποσκευών |
| αιτιατική | την | αποσκευή | τις | αποσκευές |
| κλητική | αποσκευή | αποσκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποσκευή. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + σκευή.
- για τη μεταφορική σημασία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bagages (στον πληθυντικό)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.sceˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σκευ‐ή
Ουσιαστικό
αποσκευή θηλυκό
- οποιοδήποτε αντικείμενο (τσάντα, βαλίτσα, κούτα κλπ) περιέχει άλλα αντικείμενα που μεταφέρουμε κατά τις μετακινήσεις μας
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) τα προσόντα, τα εφόδια κάποιου
- ↪ Γύρισε από τη Γαλλία, έχοντας στις αποσκευές της ένα διδακτορικό δίπλωμα και πολυετή εμπειρία στη δουλειά της.
- → και δείτε τον πληθυντικό αποσκευές
Συνώνυμα
Σύνθετα
- μικροαποσκευή
- χειραποσκευή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αποσκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.