οικιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικιακός | η | οικιακή | το | οικιακό |
| γενική | του | οικιακού | της | οικιακής | του | οικιακού |
| αιτιατική | τον | οικιακό | την | οικιακή | το | οικιακό |
| κλητική | οικιακέ | οικιακή | οικιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικιακοί | οι | οικιακές | τα | οικιακά |
| γενική | των | οικιακών | των | οικιακών | των | οικιακών |
| αιτιατική | τους | οικιακούς | τις | οικιακές | τα | οικιακά |
| κλητική | οικιακοί | οικιακές | οικιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικιακός < ελληνιστική κοινή οἰκιακός < αρχαία ελληνική οἰκία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική domestique[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ci.a.ˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κι‐α‐κός
Επίθετο
οικιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την οικία και την διαμένουσα σ' αυτό οικογένεια, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις
οικιακός
- οικιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.