ιδιοσκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιδιοσκεύασμα | τα | ιδιοσκευάσματα |
| γενική | του | ιδιοσκευάσματος | των | ιδιοσκευασμάτων |
| αιτιατική | το | ιδιοσκεύασμα | τα | ιδιοσκευάσματα |
| κλητική | ιδιοσκεύασμα | ιδιοσκευάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοσκεύασμα < ιδιο- + σκεύασμα
Ουσιαστικό
ιδιοσκεύασμα ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φάρμακο με ειδική ονομασία που διατίθεται συσκευασμένο εκ των προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία
Μεταφράσεις
ιδιοσκεύασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.