οικοσκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικοσκευή | οι | οικοσκευές |
| γενική | της | οικοσκευής | των | οικοσκευών |
| αιτιατική | την | οικοσκευή | τις | οικοσκευές |
| κλητική | οικοσκευή | οικοσκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικοσκευή < (ελληνιστική κοινή) οἰκοσκευή
Μεταφράσεις
οικοσκευή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.