σκεύασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεύασμα τα σκευάσματα
      γενική του σκευάσματος των σκευασμάτων
    αιτιατική το σκεύασμα τα σκευάσματα
     κλητική σκεύασμα σκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεύασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκεύασμα (παρασκεύασμα φαγητού)[1]

Ουσιαστικό

σκεύασμα ουδέτερο

  • άλλη μορφή του παρασκεύασμα
      Δεν υπήρχαν τότε τα διάφορα βιομηχανοποιημένα σκευάσματα, τα περισσότερα φάρμακα γίνονταν στο γουδί. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.