σκευωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκευωρώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σκευωρώ

  • σχεδιάζω να κάνω κακό ή να προκαλέσω ζημιές σε άλλον χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή φανερός, στήνω σκευωρίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.