Παρασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παρασκευή οι Παρασκευές
      γενική της Παρασκευής των Παρασκευών
    αιτιατική την Παρασκευή τις Παρασκευές
     κλητική Παρασκευή Παρασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρασκευή < {{κλη|grc-koi|el|παρασκευή|τύπος=όνομα|tnl=ἡμέρα παρασκευῆς, προετοιμασίας πριν το Πάσχα) < αρχαία ελληνική παρασκευή (προετοιμασία]])

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρασκευή

Κύριο όνομα

Παρασκευή θηλυκό

  1. η έκτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Πέμπτη και ακολουθεί το Σάββατο
  2. γυναικείο όνομα
  3. (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Παρασκευής

Συγγενικά

για την ημέρα

για το όνομα

 και δείτε τις λέξεις παρασκευή και παρασκευάζω

Μεταγραφές

για το όνομα, το επώνυμο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.