διασκευάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασκευάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι < διά + σκευάζω < σκευή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική arranger) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.sceˈva.zo/ & /ðʝa.sceˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασκευάζω

Ρήμα

διασκευάζω, αόρ.: διασκεύασα, παθ.φωνή: διασκευάζομαι, π.αόρ.: διασκευάστηκα, μτχ.π.π.: διασκευασμένος

  • δίνω σε κάτι μια άλλη μορφή, ώστε να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες
    μια ομάδα φοιτητών ανέλαβε να διασκευάσει την πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας σε θεατρικό έργο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι (εξοπλίζομαι, τακτοποιούμαι) < διά + σκευάζω < σκευή

Ουσιαστικό

διασκευάζω

  1. (ελληνιστική κοινή) συγυρίζω
  2. (ελληνιστική κοινή) στολίζω
  3. (ελληνιστική κοινή) αναθεωρώ ή διορθώνω κάποιο κείμενο ή βιβλίο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.