σκεῦος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκευεσ-
ονομαστική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύε
      γενική τοῦ σκεύους - σκεύεος τῶν σκευῶν - σκευέων
      δοτική τῷ σκεύει - σκεύεῐ̈ τοῖς σκεύεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύεα
     κλητική ! σκεῦος σκεύη - σκεύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεύει - σκεύεε
γεν-δοτ τοῖν  σκευοῖν - σκευέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεῦος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skew-

Ουσιαστικό

σκεῦος ουδέτερο

  1. αγγείο
  2. εργαλείο
  3. (μεταφορικά) το ανθρώπινο σώμα
  4. (μεταφορικά) υπηρετικό προσωπικό, δούλος
  5. (μεταφορικά) αιδοίο
  6. (πληθυντικός) σκεύη:
    1. σκεύη
    2. έπιπλα
    3. αποσκευές
    4. στρατιωτικές αποσκευές
       συνώνυμα: (λατινικά) impendimenta
    5. κινητή περιουσία
    6. ιππικά εξαρτήματα
    7. αρματωσιά πλοίου
    8. ναυτικά εφόδια
    9. κοστούμια ηθοποιών

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.