μαγείρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγείρεμα τα μαγειρέματα
      γενική του μαγειρέματος των μαγειρεμάτων
    αιτιατική το μαγείρεμα τα μαγειρέματα
     κλητική μαγείρεμα μαγειρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαγείρεμα σε κουζίνα εστιατορίου

Ετυμολογία

μαγείρεμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαγείρευμα με αφομοίωση vm > mm και απλοποιηση της προφοράς [mm] > [m].[1] Μορφολογικά, μαγειρε(ύω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈʝi.ɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναγείρεμα

Ουσιαστικό

μαγείρεμα ουδέτερο

  1. (μαγειρική) η παρασκευή φαγητού
      Λίγα είναι τα φαγητά που δεν συγκινούνται από τη δάφνη. Όχι μόνο στην ελληνική κουζίνα μα και σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη (μια και αυτή είναι και η γενέτειρά της), ήδη από την αρχαιότητα, εκτός του ότι δαφνοστολίζει τους νικητές και τους ήρωες, αρωματίζει και τα μαγειρέματά μας, σούπες, όσπρια, το ρύζι και τα ριζότι, βουτάει σε πατάτες ψητές με κρέμα και κρέατα (ιδίως χοιρινό ή κουνέλι), καθώς και σε ψάρια μαγειρεμένα στο τηγάνι ή στον φούρνο.
    Δάφνη, η νύμφη που ξελόγιασε τον Απόλλωνα και απαραίτητο συστατικό στην κουζίνα μας (10 Ιανουαρίου 2021), lifo.gr
  2. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) παρασκηνιακή δραστηριότητα για την ωραιοποιημένη παρουσίαση ή και παραποίηση αριθμητικών δεδομένων

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μαγειρεύω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.