επισκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκευάζω < αρχαία ελληνική ἐπισκευάζω < ἐπί + σκευάζω < σκευή
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισκευάζω | επισκεύαζα | θα επισκευάζω | να επισκευάζω | επισκευάζοντας | |
| β' ενικ. | επισκευάζεις | επισκεύαζες | θα επισκευάζεις | να επισκευάζεις | επισκεύαζε | |
| γ' ενικ. | επισκευάζει | επισκεύαζε | θα επισκευάζει | να επισκευάζει | ||
| α' πληθ. | επισκευάζουμε | επισκευάζαμε | θα επισκευάζουμε | να επισκευάζουμε | ||
| β' πληθ. | επισκευάζετε | επισκευάζατε | θα επισκευάζετε | να επισκευάζετε | επισκευάζετε | |
| γ' πληθ. | επισκευάζουν(ε) | επισκεύαζαν επισκευάζαν(ε) |
θα επισκευάζουν(ε) | να επισκευάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισκεύασα | θα επισκευάσω | να επισκευάσω | επισκευάσει | ||
| β' ενικ. | επισκεύασες | θα επισκευάσεις | να επισκευάσεις | επισκεύασε | ||
| γ' ενικ. | επισκεύασε | θα επισκευάσει | να επισκευάσει | |||
| α' πληθ. | επισκευάσαμε | θα επισκευάσουμε | να επισκευάσουμε | |||
| β' πληθ. | επισκευάσατε | θα επισκευάσετε | να επισκευάσετε | επισκευάστε | ||
| γ' πληθ. | επισκεύασαν επισκευάσαν(ε) |
θα επισκευάσουν(ε) | να επισκευάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισκευάσει | είχα επισκευάσει | θα έχω επισκευάσει | να έχω επισκευάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισκευάσει | είχες επισκευάσει | θα έχεις επισκευάσει | να έχεις επισκευάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισκευάσει | είχε επισκευάσει | θα έχει επισκευάσει | να έχει επισκευάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισκευάσει | είχαμε επισκευάσει | θα έχουμε επισκευάσει | να έχουμε επισκευάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισκευάσει | είχατε επισκευάσει | θα έχετε επισκευάσει | να έχετε επισκευάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισκευάσει | είχαν επισκευάσει | θα έχουν επισκευάσει | να έχουν επισκευάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.