προπαρασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπαρασκευάζω < αρχαία ελληνική προπαρασκευάζω < προ- + παρασκευάζω < παρα- + σκευάζω < σκευή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.pa.ra.skeˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πα‐ρα‐σκευ‐ά‐ζω
Ρήμα
προπαρασκευάζω (παθητική φωνή: προπαρασκευάζομαι)
- προετοιμάζω κάτι, ετοιμάζω κάτι πριν την κυρία ετοιμασία, εκ των προτέρων
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπαρασκευάζω | προπαρασκεύαζα | θα προπαρασκευάζω | να προπαρασκευάζω | προπαρασκευάζοντας | |
| β' ενικ. | προπαρασκευάζεις | προπαρασκεύαζες | θα προπαρασκευάζεις | να προπαρασκευάζεις | προπαρασκεύαζε | |
| γ' ενικ. | προπαρασκευάζει | προπαρασκεύαζε | θα προπαρασκευάζει | να προπαρασκευάζει | ||
| α' πληθ. | προπαρασκευάζουμε | προπαρασκευάζαμε | θα προπαρασκευάζουμε | να προπαρασκευάζουμε | ||
| β' πληθ. | προπαρασκευάζετε | προπαρασκευάζατε | θα προπαρασκευάζετε | να προπαρασκευάζετε | προπαρασκευάζετε | |
| γ' πληθ. | προπαρασκευάζουν(ε) | προπαρασκεύαζαν προπαρασκευάζαν(ε) |
θα προπαρασκευάζουν(ε) | να προπαρασκευάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπαρασκεύασα | θα προπαρασκευάσω | να προπαρασκευάσω | προπαρασκευάσει | ||
| β' ενικ. | προπαρασκεύασες | θα προπαρασκευάσεις | να προπαρασκευάσεις | προπαρασκεύασε | ||
| γ' ενικ. | προπαρασκεύασε | θα προπαρασκευάσει | να προπαρασκευάσει | |||
| α' πληθ. | προπαρασκευάσαμε | θα προπαρασκευάσουμε | να προπαρασκευάσουμε | |||
| β' πληθ. | προπαρασκευάσατε | θα προπαρασκευάσετε | να προπαρασκευάσετε | προπαρασκευάστε | ||
| γ' πληθ. | προπαρασκεύασαν προπαρασκευάσαν(ε) |
θα προπαρασκευάσουν(ε) | να προπαρασκευάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπαρασκευάσει | είχα προπαρασκευάσει | θα έχω προπαρασκευάσει | να έχω προπαρασκευάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπαρασκευάσει | είχες προπαρασκευάσει | θα έχεις προπαρασκευάσει | να έχεις προπαρασκευάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπαρασκευάσει | είχε προπαρασκευάσει | θα έχει προπαρασκευάσει | να έχει προπαρασκευάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπαρασκευάσει | είχαμε προπαρασκευάσει | θα έχουμε προπαρασκευάσει | να έχουμε προπαρασκευάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπαρασκευάσει | είχατε προπαρασκευάσει | θα έχετε προπαρασκευάσει | να έχετε προπαρασκευάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπαρασκευάσει | είχαν προπαρασκευάσει | θα έχουν προπαρασκευάσει | να έχουν προπαρασκευάσει |
| |
Μεταφράσεις
προπαρασκευάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.