αποσυσκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυσκευάζω | αποσυσκεύαζα | θα αποσυσκευάζω | να αποσυσκευάζω | αποσυσκευάζοντας | |
| β' ενικ. | αποσυσκευάζεις | αποσυσκεύαζες | θα αποσυσκευάζεις | να αποσυσκευάζεις | αποσυσκεύαζε | |
| γ' ενικ. | αποσυσκευάζει | αποσυσκεύαζε | θα αποσυσκευάζει | να αποσυσκευάζει | ||
| α' πληθ. | αποσυσκευάζουμε | αποσυσκευάζαμε | θα αποσυσκευάζουμε | να αποσυσκευάζουμε | ||
| β' πληθ. | αποσυσκευάζετε | αποσυσκευάζατε | θα αποσυσκευάζετε | να αποσυσκευάζετε | αποσυσκευάζετε | |
| γ' πληθ. | αποσυσκευάζουν(ε) | αποσυσκεύαζαν αποσυσκευάζαν(ε) |
θα αποσυσκευάζουν(ε) | να αποσυσκευάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυσκεύασα | θα αποσυσκευάσω | να αποσυσκευάσω | αποσυσκευάσει | ||
| β' ενικ. | αποσυσκεύασες | θα αποσυσκευάσεις | να αποσυσκευάσεις | αποσυσκεύασε | ||
| γ' ενικ. | αποσυσκεύασε | θα αποσυσκευάσει | να αποσυσκευάσει | |||
| α' πληθ. | αποσυσκευάσαμε | θα αποσυσκευάσουμε | να αποσυσκευάσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσυσκευάσατε | θα αποσυσκευάσετε | να αποσυσκευάσετε | αποσυσκευάστε | ||
| γ' πληθ. | αποσυσκεύασαν αποσυσκευάσαν(ε) |
θα αποσυσκευάσουν(ε) | να αποσυσκευάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσυσκευάσει | είχα αποσυσκευάσει | θα έχω αποσυσκευάσει | να έχω αποσυσκευάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσυσκευάσει | είχες αποσυσκευάσει | θα έχεις αποσυσκευάσει | να έχεις αποσυσκευάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσυσκευάσει | είχε αποσυσκευάσει | θα έχει αποσυσκευάσει | να έχει αποσυσκευάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυσκευάσει | είχαμε αποσυσκευάσει | θα έχουμε αποσυσκευάσει | να έχουμε αποσυσκευάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυσκευάσει | είχατε αποσυσκευάσει | θα έχετε αποσυσκευάσει | να έχετε αποσυσκευάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσυσκευάσει | είχαν αποσυσκευάσει | θα έχουν αποσυσκευάσει | να έχουν αποσυσκευάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.