gadget
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
gadget (en)
- (γενικότερα) ονομασία για διάφορες συσκευές, αντικείμενα ή εξαρτήματα (συνήθως μικρού μεγέθους)· γκάτζετ
- (ειδικότερα) κάθε ηλεκτρονικό προϊόν ευρείας ή μαζικής κατανάλωσης
- (πληροφορική) ακολουθία εντολών που είναι μέρος ενός προγράμματος, η οποία εκμεταλλεύεται αδυναμίες του, προκειμένου να εκτρέψει την εκτέλεσή του σε θέση μνήμης που έχει επιλέξει ένας εισβολέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.