ράβδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράβδος οι ράβδοι
      γενική της ράβδου των ράβδων
    αιτιατική τη ράβδο τις ράβδους
     κλητική ράβδε ράβδοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ράβδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάβδος < προελληνική [1]
ράβδοι χρυσού

Ουσιαστικό

ράβδος θηλυκό

  1. ((καθαρεύουσα)) μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού
    άλλες μορφές: ραβδί
  2. επίμηκες μηχανικό εξάρτημα (συνήθως μεταλλικό) που χαρακτηρίζεται από στιβαρότητα, αντοχή και τον απαραίτητο βαθμό ακαμψίας (ανάλογα με την περίπτωση)
  3. ποσότητα μετάλλου με μακρόστενο σχήμα και τυποποιημένο μέγεθος για εμπορεία ή αποθήκευση
    • ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού
  4. (θρησκεία) μακρόστενο εξάρτημα, συχνά διακοσμημένο, σύμβολο της αρχιερωσύνης και διακριτικό του βαθμού εκκλησιαστικού αξιώματος
     συνώνυμα: πατερίτσα
    • ποιμαντορική ράβδος

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.