πατερίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατερίτσα | οι | πατερίτσες |
| γενική | της | πατερίτσας | των | πατεριτσών |
| αιτιατική | την | πατερίτσα | τις | πατερίτσες |
| κλητική | πατερίτσα | πατερίτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα ζευγάρι πατερίτσες
Ετυμολογία
- πατερίτσα < μεσαιωνική ελληνική πατερική (ράβδος, βακτηρία) < πατερικός < αρχαία ελληνική πατήρ
Ουσιαστικό
πατερίτσα θηλυκό
-
Ζύγαινα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.