ραβδοσκόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ραβδοσκόπος οι ραβδοσκόποι
      γενική του/της ραβδοσκόπου των ραβδοσκόπων
    αιτιατική τον/τη ραβδοσκόπο τους/τις ραβδοσκόπους
     κλητική ραβδοσκόπε ραβδοσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραβδοσκόπος < ράβδ(ος) + -ο- + -σκόπος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.vðoˈsko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραβδοσκόπος

Ουσιαστικό

ραβδοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό[2]

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ραβδοσκόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.