ραβδωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραβδωτός η ραβδωτή το ραβδωτό
      γενική του ραβδωτού της ραβδωτής του ραβδωτού
    αιτιατική τον ραβδωτό τη ραβδωτή το ραβδωτό
     κλητική ραβδωτέ ραβδωτή ραβδωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραβδωτοί οι ραβδωτές τα ραβδωτά
      γενική των ραβδωτών των ραβδωτών των ραβδωτών
    αιτιατική τους ραβδωτούς τις ραβδωτές τα ραβδωτά
     κλητική ραβδωτοί ραβδωτές ραβδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραβδωτός < αρχαία ελληνική ῥαβδωτός < ῥαβδόομαι < ῥάβδος
ύφασμα με ραβδωτό σχέδιο

Επίθετο

ραβδωτός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.