κομμάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομμάτι τα κομμάτια
      γενική του κομματιού των κομματιών
    αιτιατική το κομμάτι τα κομμάτια
     κλητική κομμάτι κομμάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομμάτι < κόπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈma.ti/

Ουσιαστικό

κομμάτι ουδέτερο

  1. τμήμα, μέρος ενός όλου
  2. τραγούδι ή μελωδία

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Επίρρημα

κομμάτι ποσοτικό

κάτσε να ξαποστάσεις κομμάτι
μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι κομμάτι ζαβός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.