ραβδόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραβδόγραμμα | τα | ραβδογράμματα |
| γενική | του | ραβδογράμματος | των | ραβδογραμμάτων |
| αιτιατική | το | ραβδόγραμμα | τα | ραβδογράμματα |
| κλητική | ραβδόγραμμα | ραβδογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ραβδόγραμμα: η συχνότητα χρήσης γραμμάτων στα ισπανικά
Ετυμολογία
- ραβδόγραμμα < ράβδος + -γραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.