ραβδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραβδάκι τα ραβδάκια
      γενική
    αιτιατική το ραβδάκι τα ραβδάκια
     κλητική ραβδάκι ραβδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραβδάκι < ραβδ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

ραβδάκι ουδέτερο

  1. μικρό ραβδί ή ομοίωμα ραβδιού
  2. το ραβδί (χαϊδευτικά)
    δεν υπάρχουν νεράιδες για να σε ακουμπήσουν με το μαγικό ραβδάκι τους και να σε μεταμορφώσουν σε πριγκίπισσα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραβδί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.