αράβδωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αράβδωτος | η | αράβδωτη | το | αράβδωτο |
| γενική | του | αράβδωτου | της | αράβδωτης | του | αράβδωτου |
| αιτιατική | τον | αράβδωτο | την | αράβδωτη | το | αράβδωτο |
| κλητική | αράβδωτε | αράβδωτη | αράβδωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αράβδωτοι | οι | αράβδωτες | τα | αράβδωτα |
| γενική | των | αράβδωτων | των | αράβδωτων | των | αράβδωτων |
| αιτιατική | τους | αράβδωτους | τις | αράβδωτες | τα | αράβδωτα |
| κλητική | αράβδωτοι | αράβδωτες | αράβδωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ράβδος
Μεταφράσεις
αράβδωτος
|
|
- αράβδωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.