αντοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντοχή | οι | αντοχές |
| γενική | της | αντοχής | των | αντοχών |
| αιτιατική | την | αντοχή | τις | αντοχές |
| κλητική | αντοχή | αντοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντοχή < (ελληνιστική κοινή) ἀντοχή < αρχαία ελληνική ἀντέχω < ἀντί + ἔχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.doˈçi/
Ουσιαστικό
αντοχή θηλυκό
- το σθένος αντιμετώπισης αντίξοων καταστάσεων, και αντίστασης στη φθορά
- η υπομονή, η καρτερία
- (φυσική) η αντίσταση ενός σώματος στις αντίθετες δυνάμεις και η τάση διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασής του
Μεταφράσεις
αντοχή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.