αντοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντοχή οι αντοχές
      γενική της αντοχής των αντοχών
    αιτιατική την αντοχή τις αντοχές
     κλητική αντοχή αντοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντοχή < (ελληνιστική κοινή) ἀντοχή < αρχαία ελληνική ἀντέχω < ἀντί + ἔχω

Προφορά

ΔΦΑ : /an.doˈçi/

Ουσιαστικό

αντοχή θηλυκό

  1. το σθένος αντιμετώπισης αντίξοων καταστάσεων, και αντίστασης στη φθορά
     συνώνυμα: ανθεκτικότητα
  2. η υπομονή, η καρτερία
  3. (φυσική) η αντίσταση ενός σώματος στις αντίθετες δυνάμεις και η τάση διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασής του

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.