rod

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

rod (bs)

  1. το γένος
  2. η σχέση



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

rod (sr)

  • λατινική γραφή του род



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

rod (sk)

  1. (γραμματική), (κοινά) το γένος



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

rod (cs)

  1. (γραμματική), (κοινά) το γένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.