rod
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
rod
(bs)
το
γένος
η
σχέση
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
rod
(sr)
λατινική γραφή του
род
Σλοβακικά
(sk)
Ουσιαστικό
rod
(sk)
(
γραμματική
)
, (
κοινά
) το
γένος
Τσεχικά
(cs)
Ουσιαστικό
rod
(cs)
(
γραμματική
)
, (
κοινά
) το
γένος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.