ραβδομαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραβδομαχία | οι | ραβδομαχίες |
| γενική | της | ραβδομαχίας | των | ραβδομαχιών |
| αιτιατική | τη | ραβδομαχία | τις | ραβδομαχίες |
| κλητική | ραβδομαχία | ραβδομαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραβδομαχία < (ελληνιστική κοινή)
Μεταφράσεις
ραβδομαχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.