ραβδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραβδιστής | οι | ραβδιστές |
| γενική | του | ραβδιστή | των | ραβδιστών |
| αιτιατική | τον | ραβδιστή | τους | ραβδιστές |
| κλητική | ραβδιστή | ραβδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραβδιστής < ραβδίζω
Ουσιαστικό
ραβδιστής αρσενικό πληθυντικός ραβδιστές, ή ραβδιστάδες
- γενικά, αυτός που ραβδίζει, κτυπάει με ραβδί
- ειδικότερα, αυτός που επιχειρεί συγκομιδή καρπών με ραβδισμούς δένδρων, όπως π.χ. στο λιομάζωμα
Μεταφράσεις
ραβδιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.