ραβδοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραβδοσκοπία | οι | ραβδοσκοπίες |
| γενική | της | ραβδοσκοπίας | των | ραβδοσκοπιών |
| αιτιατική | τη | ραβδοσκοπία | τις | ραβδοσκοπίες |
| κλητική | ραβδοσκοπία | ραβδοσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραβδοσκοπία < ραβδοσκόπος + -ία
Ουσιαστικό
ραβδοσκοπία θηλυκό
- τεχνική αναζήτησης με τη χρήση μιας ράβδου που κρατά στο χέρι του ο ραβδοσκόπος και με την οποία προσπαθεί να αισθανθεί δονήσεις που οφείλονται στην ύπαρξη υπόγειου νερού
- ραβδομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.