ραβδοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραβδοσκοπία οι ραβδοσκοπίες
      γενική της ραβδοσκοπίας των ραβδοσκοπιών
    αιτιατική τη ραβδοσκοπία τις ραβδοσκοπίες
     κλητική ραβδοσκοπία ραβδοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραβδοσκοπία < ραβδοσκόπος + -ία

Ουσιαστικό

ραβδοσκοπία θηλυκό

  1. τεχνική αναζήτησης με τη χρήση μιας ράβδου που κρατά στο χέρι του ο ραβδοσκόπος και με την οποία προσπαθεί να αισθανθεί δονήσεις που οφείλονται στην ύπαρξη υπόγειου νερού
  2. ραβδομαντεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.