επίπληξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίπληξη οι επιπλήξεις
      γενική της επίπληξης* των επιπλήξεων
    αιτιατική την επίπληξη τις επιπλήξεις
     κλητική επίπληξη επιπλήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπλήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίπληξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπληξις  δείτε τη λέξη πλήττω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.pli.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίπληξη

Ουσιαστικό

επίπληξη θηλυκό

  1. η αυστηρή παρατήρηση, η οποία γίνεται, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον που διέπραξε σφάλμα, με σκοπό τη βελτίωση ή την τιμωρία του
    Αφού δε συμμορφώνεται με τις επιπλήξεις, τιμώρησέ τον.
  2. η επίπληξη ως ποινή, συνήθως κατώτερη, που επιβάλλεται σε κάποιον είτε στα πλαίσια ορισμένης ιεραρχίας είτε από δικαστήριο.
    Ο μαθητής τιμωρήθηκε αυτή τη φορά με απλή επίπληξη, την επόμενη όμως φορά θα αποβληθεί.

Εκφράσεις

  • πειθαρχική ποινή

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και πλήττω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.